- μουντζούρα
- barbouillage
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μουντζούρα — και μουτζούρα και μουζούρα, η (Μ μουντζούρα) λέρωμα, βρομιά από κάρβουνα νεοελλ. 1. λεκές από μελάνι, καπνιά ή άλλη βαθύχρωμη ουσία, μαύρη, σκοτεινή κηλίδα 2. στον πληθ. οι μουντζούρες δυσανάγνωστα γράμματα, ορνιθοσκαλίσματα ή ακανόνιστα σχέδια 3 … Dictionary of Greek
μουντζούρα — η 1. μαύρος λεκές από μελάνι ή άλλη ουσία, η μουντζαλιά: Θύμωσε και γέμισε το βιβλίο μου μουντζούρες. 2. μτφ., ατιμία, αισχρή πράξη: Το παρελθόν του είναι γεμάτο μουντζούρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… … Dictionary of Greek
μουντζούρης — και μουτζούρης και μουζούρης, ο [μουντζούρα] 1. άνθρωπος μουντζουρωμένος, λερωμένος με μουντζούρα 2. μτφ. ντροπιασμένος 3. διασκεδαστικό παιχνίδι τής τράπουλας, κατά το οποίο ο χαμένος υποχρεώνεται να υποστεί μουντζούρωμα στο πρόσωπο … Dictionary of Greek
καπνιά — η (Α καπνία) νεοελλ. 1. η μουντζούρα από καπνό 2. το επίχρισμα από σωματίδια τών καυσαερίων τα οποία επικάθονται σε σωλήνες απαγωγής καπνού ή σε καπνοδόχους 3. νόσος τών φυτών αρχ. η καπνοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. καπνία < κάπνη, μαρτυρείται ήδη … Dictionary of Greek
μαυρομουζομύτης — μαυρομουζομύτης, α, άτικο (Μ) αυτός που έχει μαύρη μύτη από τη μουντζούρα («ὁμοιάζεις καὶ χαλκωματάν, τὸν μαυρομουζομύτην», Πουλολ.) … Dictionary of Greek
μουντζουρώνω — και μουτζουρώνω και μουζουρώνω (Μ μουντζουρώνω και μουρτζουλώνω και μουτζουλώνω) [μουντζούρα] αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά για διαπόμπευση νεοελλ. 1. λερώνω κάποιον ή κάτι με μελάνι ή άλλη βαθύχρωμη ουσία 2. γράφω δυσανάγνωστα γράμματα,… … Dictionary of Greek
μουτζούρα — η βλ. μουντζούρα … Dictionary of Greek
μούντζωμα — και μούτζωμα, το (Μ μούντζωμα και μούζωμα) [μουντζώνω] νεοελλ. 1. το να μουντζώνει κάποιος, το να κάνει υβριστική χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη και τεντωμένα τα δάχτυλα, φασκέλωμα 2. μτφ. εγκατάλειψη λόγω περιφρόνησης μσν. μαυρίλα, μουντζούρα … Dictionary of Greek
γάνα — η 1. η πρασινωπή σκουριά στα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. 2. το άσπρο επίχρισμα της γλώσσας από αρρώστια ή δίψα. 3. η μουντζούρα: Γέμισε γάνες καθώς έβγαζε το τσουκάλι από τη φωτιά. 4. το ντρόπιασμα, το ρεζίλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηλίδα — η 1. λέρα, λεκές: Το πάτωμα έχει μαύρες κηλίδες. 2. στίγμα που εμφανίζεται στο δέρμα ή στα όργανα του σώματος και έχει διαφορετικό χρώμα από το χρώμα του σώματος. 3. αίσχος, ατιμία, μουντζούρα: Η σφαγή αυτή των αιχμαλώτων αποτελεί μαύρη κηλίδα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)